- επανδιπλαζω
- ἐπανδιπλάζωἐπανδῐπλάζω[из *ἐπαναδιπλάζω] повторять (вопрос), переспрашивать Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπανδίπλαζε — ἐπᾱνδίπλαζε , ἐπανδιπλάζω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐπανδιπλάζω pres imperat act 2nd sg ἐπανδιπλάζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναδιπλάζω — ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM) ξαναρωτώ («τῶν δ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω)] … Dictionary of Greek